Μικρός αριθμός δειγμάτων είδους με αμφικωνικό σχήμα, 7 έως 8 στρογγυλεμένους ελιγμούς, εκ των οποίων η πρωτοκόγχη έχει 2 1/2 (ο πρώτος είναι τελείως λείος, ενώ ο δεύτερος φέρει σύνολο πυκνών αλλά αδύναμων ραβδώσεων). Οι τελευταίες σταδιακά αραιώνουν και ισχυροποιούνται σε 7 έως 8 πολύ έντονες & αμβλυμένα οζώδεις αξονικές. Διαθέτει και σπειροειδές ανάγλυφο, το οποίο αρχίζει στον 3ο ελιγμό και φθάνει σε περίπου 30 πυκνές γραμμώσεις στον τελικό ( στον προτελευταίο αντίστοιχα 8 έως 9), ελαφρώς δίμορφες, καθώς δομούνται από τακτικές σειρές στρογγυλεμένων κόκκων. Οι ραφές είναι ρηχές, το στοματικό άνοιγμα στενόμακρο & απολήγον σε κοντό αλλά ευρύ σιφωνικό κανάλι, το εξωτερικό χείλος απλό & κυρτό, ενώ η άτρακτος είναι ελαφρώς κυρτή. Το όστρακο είναι στερεό, σε αποχρώσεις από λευκάζον κρέμ έως κιτρινο-καφέ. Το είδος αρχικά ταυτοποιήθηκε και ταξινομήθηκε ως τοπικό της Δυτ. Αφρικής, ακολούθως ανήλθε προς το Μαρόκο και εισήλθε στην Δυτ. Μεσόγειο, μέσω των επιφανειακών ρευμάτων των Στενών του Γιβραλτάρ. Τα τελευταία χρόνια, καθώς ταυτίσθηκε με το (μη αποδεκτό πλέον) Bela clarae, επεξέτεινε την επιβεβαιωμένη παρουσία του και στην Κεντρ. Μεσόγειο (φθάνοντας έως την Αδριατική), γεγονός που λογικά δικαιολογεί πλέον, μέσω της προς ανατολάς προώθησης, τις πρώτες καταγραφές του στις ελληνικές θάλασσες. Σημειώνεται ότι όλα τα είδη της οικογένειας Mangeliidae ανήκουν στον μικρόκοσμο των κοχυλιών.
Mangeliidae